Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συσκέπτομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συσκέ|πτομαι <-φτηκα> [siˈscɛptɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

συσκέπτομαι με κάποιον για κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με συσκέπτομαι

συσκέπτομαι με κάποιον για κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский