Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τελειοποιώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τελειοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [tɛliɔpiˈɔ] VERB μεταβ

1. τελειοποιώ (τελειώνω):

τελειοποιώ

2. τελειοποιώ (κάνω τέλειο):

τελειοποιώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский