Ελληνικά » Γερμανικά

φοβούμαι

φοβούμαι s. φοβάμαι

Βλέπε και: φοβάμαι

II . φοβ|άμαι [fɔˈvamɛ], φοβ|ούμαι [fɔˈvumɛ] <-ήθηκα, -ισμένος> VERB αποθ ρήμα μεταβ

II . φοβ|άμαι [fɔˈvamɛ], φοβ|ούμαι [fɔˈvumɛ] <-ήθηκα, -ισμένος> VERB αποθ ρήμα μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский