Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φοδράρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φοδράρ|ω <-ισα, -ίστηκα, -ισμένος> [fɔˈðrarɔ] VERB μεταβ

1. φοδράρω (ρούχο):

φοδράρω

2. φοδράρω (γενικότερα: επενδύω εσωτερικά):

φοδράρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский