Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χαλαρότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χαλαρότητα [xalaˈrɔtita] SUBST θηλ

1. χαλαρότητα (ιδιότητα του μπόσικου):

χαλαρότητα
Lockerheit θηλ

2. χαλαρότητα μτφ (ζήτησης):

χαλαρότητα
Flauheit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский