Ελληνικά » Γερμανικά

I . χαλαρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [xalaˈrɔnɔ] VERB μεταβ

χαλαρώνω

II . χαλαρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [xalaˈrɔnɔ] VERB αμετάβ

χαλαρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский