Ελληνικά » Γερμανικά

αιώνι|ος <-α, -ο> [ɛˈɔniɔs] ΕΠΊΘ

1. αιώνιος (παντοτινός):

αιώνιος
das ewige Leben ουδ
die Ewige Stadt θηλ
ewige Ruhe θηλ

2. αιώνιος (συνεχής):

αιώνιος

3. αιώνιος (ανθεκτικότατος):

Παραδειγματικές φράσεις με αιώνιος

αιώνιος ύπνος (θάνατος)
ewiger Schlaf αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский