Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανεπάγγελτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανεπάγγελτ|ος <-η, -ο> [anɛˈpaɲɟɛltɔs] ΕΠΊΘ

1. ανεπάγγελτος (χωρίς επάγγελμα):

ανεπάγγελτος

2. ανεπάγγελτος (άνεργος):

ανεπάγγελτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский