Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανεπαίσχυντος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανεπαίσχυντ|ος <-η, -ο> [anɛˈpɛsçindɔs] ΕΠΊΘ

1. ανεπαίσχυντος (που δεν έχει λόγο να ντρέπεται):

είναι ανεπαίσχυντος

2. ανεπαίσχυντος (που δε δίνει λόγο για ντροπή):

Παραδειγματικές φράσεις με ανεπαίσχυντος

είναι ανεπαίσχυντος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский