Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαγγελέας“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαγγελέας [ðiaɲɟɛˈlɛas] SUBST mf

διαγγελέας
Bote αρσ (Botin) θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский