Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαγιγνώσκω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δι|αγιγνώσκω <-έγνωσα, -εγνώσθην, -εγνωσμένος> [ðiajiˈɣnɔskɔ] VERB μεταβ

1. διαγιγνώσκω (συμπεραίνω):

διαγιγνώσκω

2. διαγιγνώσκω ΙΑΤΡ:

διαγιγνώσκω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский