Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πυκνογραμμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πυκνογραμμέν|ος <-η, -ο> [piknɔɣraˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. πυκνογραμμένος (κείμενο):

πυκνογραμμένος

2. πυκνογραμμένος (σελίδα):

πυκνογραμμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский