Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πυκνοκατοικούμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πυκνοκατοικ|ούμαι <-ήθηκα, -ημένος> [piknɔkatiˈkumɛ] VERB αυτοπ ρήμα

πυκνοκατοικούμαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский