Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πυκνοκατοικημένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πυκνοκατοικημέν|ος [piknɔkaticiˈmɛnɔs], πυκνοκατοίκητ|ος [piknɔkaˈticitɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

πυκνοκατοικημένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский